σελλίζομαι

σελλίζομαι
Α
μεσ.
1. φέρομαι αλαζονικά, κομπάζω
2. (κατά τον Ησύχ.) «σελλίζεσθαι
ψελλίζεσθαι, τινὲς δὲ σελλίζει
άλαζονεύει».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψελλίζομαι (< ψελλός). Η ερμηνεία που έχει δοθεί στη λ. «κομπάζω, φέρομαι αλαζονικά» είναι ευκαιριακή παραφθορά τής αρχικής της σημ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σελλίζει — σελλίζομαι imitate Aeschines pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελλίζεσθαι — σελλίζομαι imitate Aeschines pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεσέλλισαι — σελλίζομαι imitate Aeschines perf ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελλισμός — ὁ, Μ [σελλίζομαι] αλαζονεία, κομπασμός …   Dictionary of Greek

  • σιαγόνα — η / σιαγών, όνος, ΝΜΑ, και σε πάπ. σεαγών και συαγών, και ιων. τ. σιηγών, Α καθένα από τα οστά τού προσώπου που σχηματίζουν το στόμα και φέρουν τα δόντια, η γνάθος, το σαγόνι νεοελλ. 1. τεχνολ. τα κινητά μέρη σφιγκτήρα, τανάλιας ή λαβίδας που… …   Dictionary of Greek

  • ἐξεσελλίσθη — ἐκ , εἰς , ἐν λίζω graze aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ἐκ σελλίζομαι imitate Aeschines aor ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”